εκτρωματικός

εκτρωματικός
η , ό[ν]
1) недоношенный; 2) уродливый; 3) перен. чудовищный, ужасный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εκτρωματικός" в других словарях:

  • εκτρωματικός — ή, ό (Μ ἐκτρωματικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκτρωμα ή στην έκτρωση, που μοιάζει με έκτρωμα 2. αυτός που προκαλεί αποκρουστική εντύπωση, ο τερατώδης μσν. ο πρόωρα γεννημένος …   Dictionary of Greek

  • εκτρωματικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έκτρωμα ή την έκτρωση (βλ. λ.), που μοιάζει με έκτρωμα. 2. μτφ., τερατώδης, αποκρουστικός: Εκτρωματικό πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»